- βαθμωτό μέγεθος
- Όρος της φυσικής που σημαίνει ένα μέγεθος το οποίο καθορίζεται πλήρως από την αριθμητική τιμή του και από τη χρησιμοποιούμενη μονάδα μέτρησης. Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον όρο διανυσματικό μέγεθος. Παραδείγματα β.μ. είναι η μάζα, ο χρόνος, η θερμοκρασία. Για το βαθμωτό γινόμενο ή εσωτερικό γινόμενο δύο διανυσμάτων, βλ. λ. διάνυσμα.
Dictionary of Greek. 2013.